-
1 λιχμάω
λιχμ-άω, [tense] fut. [voice] Med. - ήσομαι ( ἀνα-) J.AJ8.15.4: [tense] aor. ἐλιχμησάμην ap.D.L.8.91:—A play with the tongue, of snakes, in [dialect] Ep. part.,αἰνὸν λιχμώωντες Q.S.5.40
: in irreg. [tense] pf. part.,γλώσσῃσι λελιχμότες Hes.Th. 826
:—[voice] Med., ἑκατὸν.. κεφαλαὶ κολάκων.. ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν played like serpents round.., Ar.V. 1033, Pax 756 ( ἐλιχνῶντο v.l. in Sch., Hsch.), cf. Theoc.24.20, Euph.51.6.II [voice] Med., also, lick up,λιχμώμενος ἔρσην Nic.Al. 569
; used by Hom. only in the compd. ἀπολιχμάομαι.
См. также в других словарях:
λιχμώ — λιχμῶ, άω, μέσ. λιχμῶμαι και λιχνῶμαι (Α) 1. (για φίδι) παίζω με τη γλώσσα (α. «γλώσσῃσι δυοφερῇσι λελιχμότες», Ησίοδ. β. «ἑκατόν... κεφαλαὶ κολάκων... ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν» εκατό κόλακες έπαιζαν τριγύρω σαν τα φίδια, Αριστοφ.) 2. γλείφω… … Dictionary of Greek